- εϋκνήμις
- ἐϋκνήμις, -ιδος, ὁ, ἡ (Α)1. αυτός που έχει ωραίες περικνημίδες (α. «ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.β. «ἐϋκνήμιδες ἑταῑροι», Ομ. Οδ.)2. (κατ' επέκτ.) ο καλά οπλισμένος3. (για άμαξες κ.λπ.) αυτός που έχει ωραίες ακτίνες στους τροχούς («ἐϋκνήμις ἀπήνη» — άμαξα με ωραίες ακτίνες, Νόνν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ (εϋ) + -κνημις (< κνήμη), πρβλ. αλι-κνήμης, δασυ-κνήμης].
Dictionary of Greek. 2013.